τουπέ

τουπέ
το
άκλ. (λ. γαλλ.), αλαζονική στάση, θράσος, αναίδεια: Του μίλησε με τουπέ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τουπέ — το, και τουπές, ο, Ν 1. αλαζονική στάση, συμπεριφορά ή εμφάνιση 2. θράσος, αναίδεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. toupet < αρχ. γαλλ. top «άκρη, μύτη, κορυφή»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”